πλυντρίας

πλυντρίας
πλυντρίᾱς , πλύντρια
washerwoman
fem acc pl
πλυντρίᾱς , πλύντρια
washerwoman
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλύσιμο — το / πλύσιμον, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλύνω νεοελλ. φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί αρχ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”